νεκροῖσιν

νεκροῖσιν
νεκρός
corpse
masc/neut dat pl (epic ionic aeolic)
νεκρός
corpse
masc dat pl (epic ionic aeolic)
νεκρόω
make dead
pres part act masc/neut dat pl (doric aeolic)
νεκρόω
make dead
pres subj act 3rd sg (epic)
νεκρόω
make dead
pres ind act 3rd pl (aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αμφί — ἀμφὶ πρόθ. (Α) (κυρίως στον ποιητικό και ιωνικό πεζό λόγο, η περὶ τών κλασικών κειμένων) και στις δύο πλευρές, και στα δύο μέρη Α. (με γενική) 1. για, για χάρη, για το χατίρι κάποιου «ἀμφί λέκτρων μάχεσθαι» (Ευρ. Ανδρομ. 123) 2. (όπως η πρός, για …   Dictionary of Greek

  • ηγεμόνευμα — ἡγεμόνευμα και ἁγεμόνευμα, το (Α) [ηγεμονεύω] 1. ηγεμονία, αρχηγία 2. (με δοτ. αντί τού ηγεμών) φρ. «ἁγεμόνευμα νεκροῑσιν» ηγεμόνας νεκρών (Ευρ.) …   Dictionary of Greek

  • μεγαίρω — (Α) 1. θεωρώ κάτι ως μεγάλο ή ως πάρα πολύ μεγάλο 2. ζηλεύω, φθονώ κάτι που έχει κάποιος επειδή τό θεωρώ ως πολύ μεγάλο γι αυτόν (α. «μέγηρε γὰρ οἱ τό γ Ἀπόλλων», Ομ. Ιλ. β. «μηδὲ μεγήρῃς ἡμῑν εὐχομένοισι τελευτῆσαι τάδε ἔργα», Ομ. Οδ. γ. «ἀμφὶ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”